αγαπημός

αγαπημός
ο дружба, симпатия; согласие;

δεν έχουμε αγαπημό — между нами нет согласия


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγαπημός" в других словарях:

  • αγαπημός — ο [αγαπώ] 1. συμφιλίωση, ειρήνευση 2. αίσθημα αγάπης …   Dictionary of Greek

  • αγαπημός — ο αγάπη, συμφιλίωση: Το αντρόγυνο μάλωνε συχνά κι αγαπημό δεν είχε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»